Ο Λειπτινίτης προέρχεται από σπόρους, γύρη, φύκη, ρητίνες, επιδερμίδες φύλλων, αιθέρια έλαια, κηρώδεις ουσίες ή είναι βιτουμενιούχο συστατικό, που δημιουργήθηκε δευτερογενώς κατά την ενανθράκωση. Περιέχει σχετικά μεγάλη ποσότητα αλειφατικών ενώσεων, δηλαδή είναι πλούσιος σε υδρογόνο. Τα – υπό μορφή αλυσίδων – μόρια του Λειπτινίτη επιτρέπουν μια σχετικά χαλαρή δομή. Για τον λόγο αυτό στο προσπίπτον λευκό φως του μικροσκοπίου συνιστούν τα maceral της ομάδας του Λειπτινίτη τα σκοτεινότερα δομικά συστατικά των γαιανθράκων, επιτρέπουν δηλαδή μόνο περιορισμένη ανάκλαση του προσπίπτοντος φωτός. Η παρατήρηση του Λειπτινίτη γίνεται σε στιλπνές τομές και με κυανό ή υπεριώδες προσπίπτον φως, οπότε αυτοί φθορίζουν. Στους μαλακούς λιγνίτες ο Λειπτινίτης φθορίζει με έντονα κίτρινο χρώμα. Με την πρόοδο της ενανθράκωσης μειώνεται σταδιακά η ένταση φθορισμού και στους σκληρούς λιγνίτες τα χρώματα μετατοπίζονται προς το πορτοκαλί. Στους λιθάνθρακες ο φθορισμός είναι ακόμα πιο ασθενής, μέχρι που στο στάδιο των αεριανθράκων τα συγκεκριμένα maceral δεν διακρίνονται πια. Αξίζει να σημειωθεί, ότι παλαιότερα η ομάδα έφερε το όνομα Εξινίτης, που προέρχεται από τις εξίνες, δηλ. τις εξωτερικές μεμβράνες των σπόρων και της γύρης. Ο όρος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμα σε κάποια εργαστήρια ανθρακωρυχείων. Ο Λειπτινίτης πήρε το όνομά του από την Ελληνική λέξη «λειπτός», που σημαίνει απομένων, παραμένων πίσω. |
||||||||||||||
|
||||||||||||||